ἑστιάσῃ

ἑστιάσῃ
ἑστιά̱σηι , ἑστίασις
feasting
fem dat sg (epic)
ἑστιά̱σῃ , ἑστιάω
receive at one's hearth
aor subj mid 2nd sg (attic doric)
ἑστιά̱σῃ , ἑστιάω
receive at one's hearth
aor subj act 3rd sg (attic doric)
ἑστιά̱σῃ , ἑστιάω
receive at one's hearth
fut ind mid 2nd sg (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εστίαση — (Φυσ.). Η συγκέντρωση δέσμης ακτίνων σε ένα συγκεκριμένο σημείο. ε. δέσμης ηλεκτρονίων σε έναν σωλήνα καθοδικών ακτίνων. Οι κύριες μέθοδοι στην περίπτωση αυτή είναι η ηλεκτροστατική ε. και η ηλεκτρομαγνητική ε. Στην πρώτη, η δέσμη των ηλεκτρονίων …   Dictionary of Greek

  • εστίαση — η παράθεση γεύματος, γεύμα, συμπόσιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγνητική εστίαση — Τύπος εστίασης που βασίζεται στην επίδραση ενός μαγνητικού πεδίου. Η όλη διαδικασία μοιάζει πολύ με τον γνωστό σχηματισμό του ειδώλου ενός αντικειμένου από μια δέσμη φωτός. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το είδωλο θα σχηματιστεί από μια ακτίνα… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρονικός φακός — Μία διάταξη για την εστίαση μιας δέσμης ηλεκτρονίων με τη χρήση είτε ενός μαγνητικού πεδίου (μαγνητικός φακός) είτε ενός ηλεκτροστατικού πεδίου (ηλεκτροστατικός φακός), κατά τρόπο ανάλογο με την εστίαση μιας φωτεινής δέσμης από έναν oπτικό φακό.… …   Dictionary of Greek

  • ανθεστιώ — ἀνθεστιῶ ( άω) (Α) ανταποδίδω εστίαση, φιλοξενία …   Dictionary of Greek

  • αντεφεστιώ — ἀντεφεστιῶ ( άω) (Α) ανταποδίδω εστίαση, φιλεύω και εγώ …   Dictionary of Greek

  • αφεστίασις — ἀφεστίασις, η (Α) εστίαση, συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + εστίασις «συμπόσιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”